- Κειτούκειτος
- Κειτούκειτος, ὁ (Α)κωμικό όνομα τού γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν..[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κειτούκειτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)